- ἀβεβαιότης
- ἀβεβαιότης, ητος, ἡ,A instability,
τῆς τύχης Plb.30.10.1
; of persons, D.S.14.9, cf. Ph.1.276.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς τύχης Plb.30.10.1
; of persons, D.S.14.9, cf. Ph.1.276.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀβεβαιότητα — ἀβεβαιότης instability fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβεβαιότητος — ἀβεβαιότης instability fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβεβαιότητα — η (Α ἀβεβαιότης) [ἀβέβαιος] 1. έλλειψη βεβαιότητας, αμφιβολία 2. ασάφεια, αοριστία αρχ. αστάθεια, ακαταστασία … Dictionary of Greek